- ἑξώροφος
- ἑξώροφος, ον, ([etym.] ὄροφος)A with or of six stories,
πύργοι D.S.14.51
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πύργοι D.S.14.51
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξώροφος — ἑξώροφος, ον (Α) με έξι ορόφους, εξαώροφος … Dictionary of Greek
ἑξωρόφους — ἑξώροφος with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξώροφα — ἑξώροφος with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξώροφοι — ἑξώροφος with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)